Πίσω στη Κορυφή

foto1 foto2 foto3 foto4 foto5
Ώρα για σχολείο!

7° Γυμνάσιο Χαϊδαρίου "Νέα Φώκαια"

διπλοῦν ὁρῶσιν οἱ μαθόντες γράμματα

Οδηγός πλοήγησης

Για να κατεβάσετε το κείμενο σε έγγραφο πατήστε εδώ

 

ΔΙΟΓΕΝΗΣ

Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ

        Ο Διογένης εμφανίζεται στην Αθήνα γύρω στο 380 π.Χ. Με το που πάτησε το πόδι του στο κλεινόν άστυ, άρχισαν και οι φήμες γύρω από το όνομά του, την οικογένεια και  τον χαρακτήρα του. Οι έρπουσες φήμες οι οποίες  διαμορφώνονταν πού αλλού βέβαια παρά  στα μικρομάγαζα  της  Αγοράς  των Αθηνών, έδιναν κι έπαιρναν σχετικά με εκείνον τον ατημέλητο, αναρχικό κι αμφισβητία νεαρό απ? τη Σινώπη : ότι ο πατέρας του, επόπτης του νομισματοκοπείου των Σινωπέων, έκοψε κίβδηλα νομίσματα , νόθεψε και παραχάραξε το νόμισμα της πόλης του, ότι αυτός, η οικογένειά του και όλοι οι συνεργάτες του καταδικάστηκαν, ότι ο νεαρός γλίτωσε την τελευταία στιγμή την καταδίκη, ότι πρέπει να τον προσέχουν μην  εμπλέξει την πόλη σε περιπέτειες και άλλα πολλά τέτοια. Δεν ξέρουμε αν όλες αυτές οι φήμες είναι αληθινές ή τους δημιούργησαν τα κουτσομπολιά της Αγοράς με αφορμή την παράξενη, τη διαφορετική και περιθωριακή συμπεριφορά του νεαρού Διογένη. Πάντως γεγονός είναι ότι πολύ σύντομα ο Διογένης συνέδεσε το όνομά του με τον μύθο και τη γραφικότητα. Και σίγουρο πάλι είναι ότι οι μοντέρνες ιδέες του και η ανατρεπτική του άποψη για τη ζωή , τις οποίες κατά πρώτον άρχισε να εκφράζει αλλά και να εφαρμόζει στα πλαίσια της στενής και συντηρητικής κοινωνίας της Σινώπης, θα τον είχαν εκεί οδηγήσει στην απομόνωση και θα τον είχαν κάνει δακτυλοδεικτούμενο, το μαύρο πρόβατο της πόλης. Αυτό από μόνο του αρκούσε  ως αιτία, για να πάρει των ομματιών του  από την πατρίδα του και να καταφύγει στο μεγάλο χωνευτήρι ιδεών και απόψεων, όπως  λειτουργούσε η Αθήνα.

          Η ένδοξη πόλη τότε που την πρωταντίκρυσε ο Διογένης , είχε αρχίσει να συνέρχεται από τον μεγάλο Πόλεμο με την Σπάρτη που βρισκόταν ήδη στην ηγεμονία της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Στην πάλαι ποτέ ένδοξη και πανίσχυρη πόλη  μαζεύονταν τώρα κάθε καρυδιάς καρύδι, ο κάθε τυχοδιώχτης, ο κάθε καιροσκόπος (  ο πόλεμος επέφερε σταδιακά και στην ένδοξη πόλη κοινωνική παρακμή, διαφθορά στα δημοκρατικά ήθη, μείωση των κοινωνικών παροχών, μεγιστοποίηση του χάσματος ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, πτώση του κύρους της, μείωση του αισθήματος σιγουριάς και ασφάλειας ) ,  αλλά και πάλι  σ? αυτήν εξακολουθούσαν να καταφεύγουν τα πιο ανήσυχα πνεύματα της εποχής και της ευρύτερης περιοχής της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου. Η Αθήνα λοιπόν την εποχή του Διογένους, μπορεί να μην ήταν η μεγάλη πόλη του χρυσού αιώνα, ήταν όμως ακόμα πόλη με μεγάλη ακτινοβολία, η πόλη του φωτός , το σχολείο της Ελλάδας. Εδώ υπήρχε ό,τι επιθυμούσε το κάθε βαλάντιο : ψυχαγωγία , γλέντια, ταβέρνες όλων των κατηγοριών, ναοί της Αφροδίτης, συμπόσια, καζίνο με τυχερά παιχνίδια , κάπου εκεί στο δρόμο μετά τον Κεραμικό, προς τον Πειραιά. Υπήρχαν επίσης εκατοντάδες δάσκαλοι, μουσικοί και φιλόσοφοι για την βασική ή την ανώτερη  μόρφωση. Η ανωτέρα εκπαίδευση ήταν ιδιωτική και υπήρχαν αρκετές σχολές πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.

            Σε μια  σχολή απ? τις τελευταίες , που οι μαθητές της ήταν ή κακοπληρωτές ή αποδιωγμένοι απ? τις φημισμένες σχολές, εκείνην του Αντισθένους, ο Διογένης βάλθηκε να σπουδάσει φιλοσοφία. Η σχολή είχε την έδρα της στου Κυνοσάργους , μια περιοχή κακόφημη και υποβαθμισμένη. Οι θαμώνες της αποκαλούνταν απ? τους άλλους υποτιμητικά ως κυνικοί, τόσο για τα πιστεύω τους , τον τρόπο ζωής τους , όσο και για την περιοχή όπου είχε την έδρα της η σχολή. Ο κεντρικός άξονας της φιλοσοφίας της σχολής ήταν ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στα πλούτη. Άρα δεν είναι αναγκαία τα χρήματα, ούτε φυσικά και η δουλειά, ούτε τα σπίτια, οι ανέσεις και τα πολυτελή ενδύματα. Αυτό όχι μόνο άρεσε στο Διογένη αλλά τον βόλευε, αφού ήταν πιο φτωχός κι απ? τον φτωχότερο ντόπιο ή ξένο. Πήρε λοιπόν μετά τις σπουδές του ένα ραβδί στο χέρι του, ένα σακούλι στον ώμο, βρήκε κι ένα πιθάρι και το χρησιμοποιούσε για σπίτι του. Όλη μέρα την πέρναγε στην Αγορά. Έλεγε εξυπνάδες, έλεγε φιλοσοφίες  και τον κάνανε χάζι τα διάφορα πηγαδάκια που φτιάχνονταν γύρω του. Πολλοί τον αντιμετώπιζαν ως ζητιάνο λόγω της εμφάνισής  του , όμως δεν τόλμαγαν να του το πουν ή να του εναντιωθούν , γιατί ο Διογένης με έξυπνο, χιουμοριστικό, κυνικό και λακωνικό λόγο τους εξευτέλιζε και τους έκανε πολλές φορές να φεύγουν απ? τα πηγαδάκια άρον - άρον. Αλλά και πολλοί  άλλοι , φτωχοί ή και πλούσιοι, κουρείς, παπουτσήδες, τεχνίτες όπλων, τραπεζίτες, έμποροι ή άρχοντες τον καλόβλεπαν και γι? αυτό τον προσκαλούσαν στα  συμπόσιά τους ή να τους έρχεται για εκδρομή στα εξοχικά τους. Οι υποστηρικτές του  έβλεπαν  στο πρόσωπό του εκείνον που φανερά έλεγε όσα οι ίδιοι θα ήθελαν να βροντοφωνάξουν και δεν τόλμαγαν λόγω  κοινωνικής θέσης ή δειλίας . Εκείνος πάλι δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία . Πήγαινε παντού. Δεν καθόταν ήσυχος ποτέ σ? ένα μέρος. Με όλους ανακατευόταν και για όλα. Μια μέρα ενώ ταξίδευε για την Αίγινα , πειρατές κατέλαβαν το πλοίο και τον πούλησαν δούλο στην Κρήτη σ? έναν Κορίνθιο έμπορο, τον Ξενιάδη.

Στο ήσυχο σπίτι του τελευταίου ο Διογένης ανέλαβε την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του κυρίου του. Τα έμαθε Ιστορία, ποίηση και φιλοσοφία, όπως ο ίδιος έκρινε και έβλεπε τα πράγματα. Τα έμαθε να είναι ολιγαρκή, να ντύνονται ελαφρά, να γυμνάζονται, να έχουν υπομονή και να περιφρονούν τις συμβατικότητες και τα πλούτη. Ο Ξενιάδης και τα παιδιά του τον λάτρευαν τον Διογένη. Ο κυνικός είχε τόσες ελευθερίες από τον κύριο του ώστε όποτε ήθελε έφευγε και επισκεπτόταν την Αθήνα για όσο χρονικό διάστημα ήθελε. Στην Αθήνα ο Διογένης πήγαινε κάθε χρόνο, ιδιαίτερα τους χειμώνες. Κάθε που πήγαινε γινόταν συρροή  για να τον δουν και να του μιλήσουν . Και βέβαια όπου ο Διογένης, εκεί και τα μεγάλα πηγαδάκια, ιδιαίτερα από εκείνους που κάτι τους ταίριαζε στην φιλοσοφία του κυνικού.

        Γύρω του μαζεύονταν οι αμφισβητίες, οι περιθωριακοί, οι αντιδραστικοί και  οι αντικομφορμιστές της εποχής του. Οι απόψεις του Διογένη δεν στέκονταν σε απλά λόγια. Ήταν κυρίως τρόπος ζωής. Ο κυνικός φιλόσοφος δεν δέχεται τα πλούτη. « Ζει μέσα σ? ένα πιθάρι, πίνει νερό με τα χέρια του. Πρώτα έπινε νερό με μια σπασμένη κούπα. Όταν όμως είδε μια μέρα ένα σκυλί να πίνει νερό με τη γλώσσα του , πέταξε και την κούπα, φωνάζοντας ότι είναι περιττή.  Η κούπα ήταν ένα σκουπίδι, κάτι που υπήρχε, αλλά που κανείς δεν το χρειάζεται πραγματικά, είναι μια πλαστή ανάγκη , ένα δημιούργημα του πολιτισμού. Πολιτισμός για τον κυνικό σημαίνει συλλογή ή καλύτερα παραγωγή σκουπιδιών. »1 * Δεν δέχεται οτιδήποτε τον εξαρτά και με τα δεσμά του τού στερεί τις ελευθερίες. Είναι ελεύθερος εσωτερικά  και οι σκέψεις , οι αντιδράσεις , ο τρόπος ζωής και επιλογών του είναι ό,τι ακριβώς νιώθει, και όχι ό,τι του υπαγορεύουν, θέλοντας και μη, οι κοινωνικές συμβατικότητες και οι ρόλοι του που πηγάζουν απ? την κοινωνική του θέση. Δεν απομονώνεται απ? την κοινωνία. Ούτε αποσύρεται από τα εγκόσμια. Καυτηριάζει τα κακώς κείμενα με γλώσσα λιτή , λακωνική, περιεκτική που προβληματίζει. Η επανάσταση και αντίδραση του αφορά σπουδαίες αλλαγές πρώτα απ? όλα μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο κι έπειτα στην κοινωνία. Σ? αυτό μοιάζει με τον Σωκράτη που σαν την αλογόμυγα δεν άφηνε σε ησυχία τους Αθηναίους, προτρέποντας σε εσωτερικές αλλαγές και προσωπική επανάσταση. Ο κυνικός καυτηριάζει την υποκρισία και τα ευτελή κίνητρα τα ενδεδυμένα με ωραία ιδανικά και συγκινητικές ιδεολογίες. Αυτό άλλωστε είναι και το νόημα ενός γνωστού για τον Διογένη περιστατικού, όταν , όπως μας παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, μέρα καταμεσήμερο κρατώντας ένα φανάρι στο χέρι περπατούσε τους δρόμους της Αθήνας , ψάχνοντας να βρει έναν άνθρωπο. Αν και αντισυμβατικοί λοιπόν οι κυνικοί, τοποθέτησαν το κέντρο βάρους της ηθικής  και της αλλαγής μέσα στον άνθρωπο παρά έξω στον κοινωνία. Είναι θα λέγαμε η μέσα σε άλλες κοινωνικές και χρονικές συνθήκες  και απευθυνόμενη σε άλλο κοινό, συνέχιση της φιλοσοφίας του Σωκράτους. Το εκπληκτικό μάλιστα είναι πως συγχρόνως με τον Διογένη ζει και διδάσκει ο Πλάτων , μαθητής αυτήκοος του Σωκράτους, ο οποίος όμως μεταφέρει  διαφορετικά ως σύλληψη και εφαρμογή την πυρηνική σκέψη του δασκάλου του σ? ένα άλλο ελιτίστικο κοινό της Αθήνας, σε μια πόλη που ζει τους ίδιους παλμούς και ρυθμούς ζωής, τις ίδιες κοινωνικές και χρονικές συνθήκες με το κοινό του κυνικού φιλοσόφου. Η περιφρόνηση του Διογένη προς το χρήμα, όπως και του Ζήνωνος αργότερα, επεκτεινόταν με το κήρυγμά του να καταργηθεί ως μη αναγκαίο.

 Ο Κράτης, μαθητής του Διογένη, εύπορος, άκουσε τη συμβουλή του δασκάλου του και ρευστοποίησε την μεγάλη περιουσία του και τη μοίρασε σε πάμπτωχους ανθρώπους .Ο ίδιος έγινε σπουδαίος κυνικός φιλόσοφος στην συνέχεια.2 **

        Ο κυνικός φιλόσοφος είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος . Γι? αυτό και δεν φοβάται τίποτα, ούτε και τον θάνατο. Πολλοί κυνικοί σε βαθιά γηρατειά αυτοκτόνησαν, κάτι σύνηθες σε κυνικό. Ο Διογένης αυτοκτόνησε κατ? άλλους κρατώντας την αναπνοή του ή κατ? άλλους τρώγοντας  ηθελημένα αρκετό ωμό χταπόδι και πεθαίνοντας από βαρυστομαχιά. Οι Αθηναίοι  αλλά και οι παλιοί συμπατριώτες του οι Σινωπείς τον ετίμησαν θεωρώντας τον θάνατό του σημαντική απώλεια για τις πόλεις τους.

     Τελειώνω με ένα απόσπασμα, από κριτική του συγγραφέα και μεταφραστή Θανάση Λάμπρου , σχετικά με το βιβλίο του Ν.Μ.Σκουτερόπουλου « Οι Αρχαίοι Κυνικοί » 3 : «   Με τους επονομαζόμενους  Κυνικούς φιλοσόφους που έδρασαν από τα τέλη του 5ου ως τα τέλη του 3ου προχριστιανικού αιώνα διαπιστώνουμε ότι αυτό που αποκαλούμε σήμερα φιλοσοφική παράδοση είχε διπλή όψη : η μία ήταν η αφηρημένη σκέψη και η άλλη η πλήρης αντιστροφή της, η παρωδία κάθε αφηρημένης σκέψης και κάθε διαλεκτικής...... Ό,τι ακριβώς χαρακτήριζε τα λόγια και τα έργα του Αντισθένη ( μαθητή του Σωκράτη ) , του Διογένη από τη Σινώπη που αυτοαποκαλούνταν Κύων, του Κράτη κ.ά. Ο σαρκασμός, ο εμπαιγμός, ο χλευασμός που χαρακτηρίζουν τα λόγια και τις πράξεις τους, στρέφονταν ενάντια σε κάθε εξουσία - πολιτική ή  μη - ενάντια σ? όλες τις αρχές και τους κανόνες - κοινωνικούς, οικογενειακούς - ενάντια σε κάθε τι που επιβάλλεται από έξω και παρεμποδίζει ή καθιστά αδύνατον αυτό που είναι το ζητούμενο : το κατά φύσιν ζην. Είναι η άλλη όψη της σωκρατικής διαλεκτικής, ο πλατωνισμός από την ανάποδη, ο φιλόσοφος με όψη σατύρου που σκέφτεται με διαφορετικούς όρους, που διακωμωδεί, παρωδεί και περιφρονεί τα πάντα, όχι από επιδειξιομανία αλλά από βαθύτερη γνώση της ανθρώπινης ένδειας και αδυναμίας......Αυτό που ζητούσαν οι αρχαίοι κυνικοί σε όλη τους τη ζωή ήταν να απαλλαγούν από κάθε άχρηστο περιττό βάρος. Και ο απώτερος στόχος τους δεν ήταν τίποτα άλλο από την αυτάρκεια και την ελευθερία. Εδώ και όχι στην αριστοτελική φιλοσοφία θα βρούμε τη ριζοσπαστικότερη, και πιο περήφανη, αμφισβήτηση και κριτική του πλατωνικού ιδεαλισμού. »

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. AlbinLesky, Ιστορία της  αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ.οίκος αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.
  2. Τσέλλερ - Νέστλε, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Βιβλ. Της Εστίας, Αθήνα
  3. Οι Αρχαίοι Κυνικοί, Επιμέλεια κειμένων, Μετάφραση, Σχολιασμός : Ν.Σκουτερόπουλος, Εκδ. Γνώση, 1998.
  4. Τζαίησον Ξενάκης, Χίππηδες και Κυνικοί, Εκδ. Απόπειρα,Αθήνα 1991.
  5. Διογένης ο Κυνικός, εκδ. Επίκουρος,   Αθήνα 1978

ΑΝΤΩΝΗΣ Β.  ΓΕΛΑΤΣΟΡΑΣ


1

*Στο βιβλίο του « Χίππηδες και Κυνικοί » ο Τζαίησον Ξενάκης κάνει μια μοναδική ,πιστεύω, στην παγκόσμια βιβλιογραφία σύγκριση ανάμεσα στους Κυνικούς απ? τη μια μεριά και τους χίππηδες, τους γίππηδες και τους νεοαριστερούς από την άλλη. Η σύγκριση αποφέρει πάρα πολλές ομοιότητες , αφού άλλωστε , όπως δείχνει ο συγγραφέας, οι χίππηδες  είναι η πιο πρόσφατη αναλαμπή του Κυνισμού. Και οι δυο , σύμφωνα με το σκεπτικό του, κοροϊδεύουν τον ανταγωνισμό, τη σταδιοδρομία, τα χρήματα και τη συσσώρευσή τους, τον καταναλωτισμό, την απληστία, την ασφυκτική « αξιοπρέπεια», τις συμβατικότητες, την εξάρτησή μας από τη γνώμη των άλλων, τον πουριτανισμό, τις φυλετικές διακρίσεις , τον ιμπεριαλισμό, την αντρική « ανωτερότητα » . Τις λίαν ενδιαφέρουσες αυτές συγκρίσεις τις διάβασα στο βιβλίο : Τζαίησον Ξενάκης, Χίππηδες και Κυνικοί, σελ. 17-38,  Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα1991.

 

 

 

2

** Παρατηρούμε  ότι τόσον ο Σωκράτης όσον και οι Κυνικοί , έχουν  πάρα πολλά κοινά σημεία , άσχετα αν φαίνεται ότι τα εκφράζουν διαφορετικά . Πάντως η στροφή προς τα έσω, η εσωτερική επανάσταση, η απελευθέρωση του εαυτού μας από τα πάθη και τις πλαστές ανάγκες , η λαχτάρα τέλος του κάθε ανθρώπου να ζει και να κινείται ανάμεσα σε αληθινούς ανθρώπους χωρίς ιδιοτέλειες και μάσκες , όλα τούτα θα μπορούσαν να θεωρηθούν προδρομικά στοιχεία της χριστιανικής φιλοσοφίας αιώνες πριν την ανάπτυξη και μορφοποίησή της με αρχαιομαθείς χριστιανούς , όπως ο Απόστολος Παύλος και οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας.

3 Θανάση  Λάμπρου, Εξέγερση εναντίον κάθε συμβατικότητας, εφημ. Καθημερινή, 23 Ιουλίου 2.000 .

Στο άρθρο αυτό ο συγγραφέας και μεταφραστής κριτικάρει και σχολιάζει το βιβλίο του Ν.Μ.Σκουτερόπουλου : « Οι Αρχαίοι Κυνικοί, Αποσπάσματα και μαρτυρίες », εκδ. Γνώση, 1998.

7° Γυμνάσιο Χαϊδαρίου © 2024